-
1 καταγιγνώσκω
I generally, καταγνοὺς τοῦ γέροντος τοὺς τρόπους having observed his foibles, Ar.Eq.46; πολλήν γέ μου δυστυχίαν κατέγνωκας I have been very unfortunate by your way of it, Pl.Ap. 25a;πολλὴν ἡμῶν ἐρημίαν Is.1.2
; οὐκ ἐπιτήδεα κατά τινος κ. having formed unfavourable prejudices against one, Hdt.6.97: c. inf., of an unfavourable judgement,κ. ἑαυτοῦ μὴ περιέσεσθαι Th.3.45
, cf. 7.51;αὐτὸς ἐμαυτοῦ κατέγνων μὴ ἂν καρτερῆσαι X.Cyr.6.1.36
, cf. Pl.Ti. 19d: folld. byὅτι, ὡς, ἐμοῦ κατέγνωκας ὅτι εἰμὶ ἥττων τῶν καλῶν Pl.Men. 76c
;οὐκ ἂν καταγνοίην ὑμῶν οὐδενὸς ὡς.. ἀμελήσετε D.21.4
(but κατεγνωκότες ὅτι.. ἐφθείρομεν despising us because.. Th.6.34, cf. PMagd. 42.4 (iii B.C.), Jul.Or.3.108b): c. part.,κ. τινὰ πράττοντα X.Oec.2.18
, cf. Cyr.8.4.9;τὸ Χωρίον νοσερὸν <ὂν> καταγνόντες D.L.2.109
:—[voice] Pass., to be judged unfavourably, lightly esteemed,παρολιγωρεῖσθαι καὶ καταγινώσκεσθαι Plb.5.27.6
; κατεγνωσμένος despised, Philostr.VS2.29.II c. acc. criminis, lay as a charge against a person,κ. ἑωυτῶν ἀνανδρείην Hp.
Aër.22;κ. τινὸς μηδὲν ἀνόσιον Antipho 2.2.12
; δειλίαν, δωροδοκίαν κ. τινός, Lys.14.16, 21.21;οὐδὲν ἀγεννὲς ὑμῶν καταγιγνώσκω D.21.152
;ἑαυτῶν ἀδικίαν And.1.3
; πολλὴν μανίαν, μωρίαν, Isoc.4.133, 5.21; ;τοσαύτην ὑμῶν εὐήθειαν D.30.38
: with gen. understood, οὐ γὰρ ἐκεῖνό γε (sc. σοῦ)καταγνώσομαι, ὡς.. Pl.Euthphr.2b
; laterκ. κατά τινος τὸν φόνον Porph.Abst.2.30
:—[voice] Pass., καταγνωσθεὶς δειλίαν being convicted of cowardice, D.H.11.22;κ. ἐπὶ λογοκλοπίᾳ D.L.8.54
; self-condemned,Ep.Gal.
2.11.2 c. gen. criminis,παρανόμων κ. τινός D.25.67
;παρανοίας ὑμῶν αὐτῶν Id.Prooem.35
: c. acc. pers., κ. τινὰ φόνου pronounce a verdict of murder against.., Lex ap. Lys.1.30; μὴ καταγιγνώσκωμεν τὸ (fort. τοῦ)μηδὲν εἰρηκέναι τὸν ἀποφηνάμενον Pl.Tht. 206e
.3 c. inf., κ. σφῶν αὐτῶν, ἑαυτοῦ ἀδικεῖν, charge oneself with.., Lys.20.6, Aeschin.2.6, cf. D.21.175, 206;κ. ὡς.. Isoc.9.78
:—so in [voice] Pass., καταγνωσθεὶς νεώτερα πρήσσειν being suspected of doing, Hdt.6.2; κ. αὐθέντης (sc. εἶναι) Antipho 3.3.11; to be detected,ἔν τινι PFlor.175.16
(iii A.D.); alsoκατέγνωσται μελίκρητον ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ὡς καταγυιοῖ τοὺς πίνοντας Hp.Acut.56
.4 c. gen. pers. only, condemn,τοῦ ἀνθρώπου Pl.Demod. 382e
.III c. acc. poenae, give judgement or sentence against a person, κ. τινὸς θάνατον pass sentence of death on one, Th.6.60; Μηδισμοῦ κ. τινὸς θάνατον for Medism, Isoc.4.157;κ. τινὸς φυγήν And.1.106
;φυγὴν αὑτοῦ καταγνούς Lys.14.38
: c. inf.,κ. αὐτοῦ ἀποτεῖσαι τὰ Χρήματα D.56.18
; later θάνατον, φυγὴν κ. κατά τινος, D.S.18.62, 19.51:—[voice] Pass., , cf. Lys.13.39, Jusj. ap. D.24.149; laterκαταγνωσθεὶς θανάτῳ Ael.VH12.49
: abs., κατεγνώσθησαν they were condemned, Th.4.74, cf. And.4.8; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγιγνώσκω
См. также в других словарях:
καταγιγνώσκω — (AM καταγιγνώσκω και καταγινώσκω) 1. αποφαίνομαι καταδικαστικά για κάποιον, κηρύσσω ένοχο (α. «κατέγνωσαν δειλία στους στρατιώτες» β. «τούτου μὴ καταγινώσκειν φόνον», Λυσ.) 2. επιβάλλω κάτι ως ποινή («τῶν δὲ διαφυγόντων θάνατον καταγνόντες», Θουκ … Dictionary of Greek